- συμπαραφέρω
- Α1. παρασύρω συγχρόνως, συμπαρασύρω2. (για αιμοφόρα αγγεία) ακολουθώ την ίδια κατεύθυνση3. φέρνω συγχρόνως4. (κατ' επέκτ.) παρουσιάζω ως παράδειγμα, εξηγώ5. μέσ. συμπαραφέρομαιορμώ μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παραφέρω «παραθέτω, προσφέρω, παρασύρω»].
Dictionary of Greek. 2013.